Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
View word page
λεύσιμος
stoning
ShortDef
stoning
Debugging
Headword:
λεύσιμος
Headword (normalized):
λεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
λευσιμος
IDX:
52837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52838
Key:
Data
{'content': 'stoning'}