Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
View word page
λευρός
smooth, level, even

ShortDef

smooth, level, even

Debugging

Headword:
λευρός
Headword (normalized):
λευρός
Headword (normalized/stripped):
λευρος
IDX:
52836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52837
Key:

Data

{'content': 'smooth, level, even'}