Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
View word page
λευκωτής
whitewasher

ShortDef

whitewasher

Debugging

Headword:
λευκωτής
Headword (normalized):
λευκωτής
Headword (normalized/stripped):
λευκωτης
IDX:
52835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52836
Key:

Data

{'content': 'whitewasher'}