Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
View word page
λευκωπίας
whitening
ShortDef
whitening
Debugging
Headword:
λευκωπίας
Headword (normalized):
λευκωπίας
Headword (normalized/stripped):
λευκωπιας
IDX:
52834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52835
Key:
Data
{'content': 'whitening'}