Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
View word page
Λεύκων
Leucon

ShortDef

Leucon

Debugging

Headword:
Λεύκων
Headword (normalized):
λεύκων
Headword (normalized/stripped):
λευκων
IDX:
52833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52834
Key:

Data

{'content': 'Leucon'}