Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
View word page
λευκωματικός
good for

ShortDef

good for

Debugging

Headword:
λευκωματικός
Headword (normalized):
λευκωματικός
Headword (normalized/stripped):
λευκωματικος
IDX:
52831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52832
Key:

Data

{'content': 'good for'}