Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
View word page
λευκωματίζομαι
to be affected with a white spot in the eye
ShortDef
to be affected with a white spot in the eye
Debugging
Headword:
λευκωματίζομαι
Headword (normalized):
λευκωματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
λευκωματιζομαι
IDX:
52830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52831
Key:
Data
{'content': 'to be affected with a white spot in the eye'}