Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
View word page
λευκώλενος
white-armed
ShortDef
white-armed
Debugging
Headword:
λευκώλενος
Headword (normalized):
λευκώλενος
Headword (normalized/stripped):
λευκωλενος
IDX:
52828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52829
Key:
Data
{'content': 'white-armed'}