Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
View word page
λευκόω
to make white
ShortDef
to make white
Debugging
Headword:
λευκόω
Headword (normalized):
λευκόω
Headword (normalized/stripped):
λευκοω
IDX:
52825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52826
Key:
Data
{'content': 'to make white'}