Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
View word page
λευκόψαρος
whitish grey

ShortDef

whitish grey

Debugging

Headword:
λευκόψαρος
Headword (normalized):
λευκόψαρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοψαρος
IDX:
52824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52825
Key:

Data

{'content': 'whitish grey'}