Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
View word page
λευκόχρως
white-skinned
ShortDef
white-skinned
Debugging
Headword:
λευκόχρως
Headword (normalized):
λευκόχρως
Headword (normalized/stripped):
λευκοχρως
IDX:
52823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52824
Key:
Data
{'content': 'white-skinned'}