Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
View word page
λευκόχροος
of pale complexion

ShortDef

of pale complexion

Debugging

Headword:
λευκόχροος
Headword (normalized):
λευκόχροος
Headword (normalized/stripped):
λευκοχροος
IDX:
52821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52822
Key:

Data

{'content': 'of pale complexion'}