Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
λεύκωμα
λευκωματίζομαι
View word page
λευκόχροια
whiteness, white colour

ShortDef

whiteness, white colour

Debugging

Headword:
λευκόχροια
Headword (normalized):
λευκόχροια
Headword (normalized/stripped):
λευκοχροια
IDX:
52820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52821
Key:

Data

{'content': 'whiteness, white colour'}