Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
Λεῦκτρα
Λεῦκτρον
λευκώλενος
View word page
λευκόχλωρος
pale-green

ShortDef

pale-green

Debugging

Headword:
λευκόχλωρος
Headword (normalized):
λευκόχλωρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοχλωρος
IDX:
52818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52819
Key:

Data

{'content': 'pale-green'}