Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
λευκόω
View word page
λευκόφυλλος
white-leaved

ShortDef

white-leaved

Debugging

Headword:
λευκόφυλλος
Headword (normalized):
λευκόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
λευκοφυλλος
IDX:
52815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52816
Key:

Data

{'content': 'white-leaved'}