Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
λευκόχρυσος
λευκόχρως
λευκόψαρος
View word page
λεύκοφρυς
white-browed

ShortDef

white-browed

Debugging

Headword:
λεύκοφρυς
Headword (normalized):
λεύκοφρυς
Headword (normalized/stripped):
λευκοφρυς
IDX:
52814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52815
Key:

Data

{'content': 'white-browed'}