Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
λευκόχροος
View word page
λευκοφορέω
wear white garments

ShortDef

wear white garments

Debugging

Headword:
λευκοφορέω
Headword (normalized):
λευκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λευκοφορεω
IDX:
52811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52812
Key:

Data

{'content': 'wear white garments'}