Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
λευκόχροια
View word page
λευκόφλοιος
with white husk

ShortDef

with white husk

Debugging

Headword:
λευκόφλοιος
Headword (normalized):
λευκόφλοιος
Headword (normalized/stripped):
λευκοφλοιος
IDX:
52810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52811
Key:

Data

{'content': 'with white husk'}