Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
λευκοχίτων
λευκοχίτωνος
λευκόχλωρος
λευκόχριστος
View word page
λευκοφλεγματώδης
affected with dropsy

ShortDef

affected with dropsy

Debugging

Headword:
λευκοφλεγματώδης
Headword (normalized):
λευκοφλεγματώδης
Headword (normalized/stripped):
λευκοφλεγματωδης
IDX:
52809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52810
Key:

Data

{'content': 'affected with dropsy'}