Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφισβητητέον
ἀμφισβητητικός
ἀμφισβήτητος
ἀμφισκέπαρνος
ἀμφίσκιος
ἀμφίσκωμοι
ἀμφισπάω
ἀμφίσπορα
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστένω
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφιστεφής
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
Ἀμφιστρεύς
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιστροφή
ἀμφίστροφος
View word page
ἀμφίστερνος
double-breasted

ShortDef

double-breasted

Debugging

Headword:
ἀμφίστερνος
Headword (normalized):
ἀμφίστερνος
Headword (normalized/stripped):
αμφιστερνος
IDX:
5280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5281
Key:

Data

{'content': 'double-breasted'}