Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
λευκόφυλλος
View word page
λευκοφλεγματέω
have dropsy
ShortDef
have dropsy
Debugging
Headword:
λευκοφλεγματέω
Headword (normalized):
λευκοφλεγματέω
Headword (normalized/stripped):
λευκοφλεγματεω
IDX:
52805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52806
Key:
Data
{'content': 'have dropsy'}