Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
λεύκοφρυς
View word page
λευκόφθαλμος
white-eye

ShortDef

white-eye

Debugging

Headword:
λευκόφθαλμος
Headword (normalized):
λευκόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
λευκοφθαλμος
IDX:
52804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52805
Key:

Data

{'content': 'white-eye'}