Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
λευκοφλεγματίας
λευκοφλέγματος
λευκοφλεγματώδης
λευκόφλοιος
λευκοφορέω
λευκοφορινόχροος
λευκοφόρος
View word page
λευκόφαιος
whitish grey, ash-coloured
ShortDef
whitish grey, ash-coloured
Debugging
Headword:
λευκόφαιος
Headword (normalized):
λευκόφαιος
Headword (normalized/stripped):
λευκοφαιος
IDX:
52803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52804
Key:
Data
{'content': 'whitish grey, ash-coloured'}