Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
View word page
ἀγκυροβόλιον
anchorage
ShortDef
anchorage
Debugging
Headword:
ἀγκυροβόλιον
Headword (normalized):
ἀγκυροβόλιον
Headword (normalized/stripped):
αγκυροβολιον
IDX:
527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-528
Key:
Data
{'content': 'anchorage'}