Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
λευκοφλεγματία
View word page
λευκοτριχέω
have white hair

ShortDef

have white hair

Debugging

Headword:
λευκοτριχέω
Headword (normalized):
λευκοτριχέω
Headword (normalized/stripped):
λευκοτριχεω
IDX:
52796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52797
Key:

Data

{'content': 'have white hair'}