Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
λευκόφθαλμος
λευκοφλεγματέω
View word page
λευκοτράχηλος
white-necked

ShortDef

white-necked

Debugging

Headword:
λευκοτράχηλος
Headword (normalized):
λευκοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
λευκοτραχηλος
IDX:
52795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52796
Key:

Data

{'content': 'white-necked'}