Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
λευκόφαιος
View word page
λευκοσώματος
of white substance

ShortDef

of white substance

Debugging

Headword:
λευκοσώματος
Headword (normalized):
λευκοσώματος
Headword (normalized/stripped):
λευκοσωματος
IDX:
52793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52794
Key:

Data

{'content': 'of white substance'}