Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
λευκοφαής
View word page
λευκόσφυρος
white-ankled
ShortDef
white-ankled
Debugging
Headword:
λευκόσφυρος
Headword (normalized):
λευκόσφυρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοσφυρος
IDX:
52792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52793
Key:
Data
{'content': 'white-ankled'}