Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
λευκοϋφής
View word page
λευκόστολος
white-robed

ShortDef

white-robed

Debugging

Headword:
λευκόστολος
Headword (normalized):
λευκόστολος
Headword (normalized/stripped):
λευκοστολος
IDX:
52791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52792
Key:

Data

{'content': 'white-robed'}