Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
λεύκουρος
View word page
λευκόστικτος
grizzled

ShortDef

grizzled

Debugging

Headword:
λευκόστικτος
Headword (normalized):
λευκόστικτος
Headword (normalized/stripped):
λευκοστικτος
IDX:
52790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52791
Key:

Data

{'content': 'grizzled'}