Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
λευκουργός
View word page
λευκοστεφής
white-wreathed
ShortDef
white-wreathed
Debugging
Headword:
λευκοστεφής
Headword (normalized):
λευκοστεφής
Headword (normalized/stripped):
λευκοστεφης
IDX:
52789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52790
Key:
Data
{'content': 'white-wreathed'}