Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
λευκότροφος
λευκουργέω
View word page
λευκόστερνος
white-chested

ShortDef

white-chested

Debugging

Headword:
λευκόστερνος
Headword (normalized):
λευκόστερνος
Headword (normalized/stripped):
λευκοστερνος
IDX:
52788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52789
Key:

Data

{'content': 'white-chested'}