Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
λευκότης
λευκοτράχηλος
λευκοτριχέω
View word page
λευκόσαρκος
with white flesh

ShortDef

with white flesh

Debugging

Headword:
λευκόσαρκος
Headword (normalized):
λευκόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
λευκοσαρκος
IDX:
52786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52787
Key:

Data

{'content': 'with white flesh'}