Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
λευκοσώματος
View word page
λεῦκος
a fish

ShortDef

a fish
companion of Odysseus; divinity at Miletus

Debugging

Headword:
λεῦκος
Headword (normalized):
λεῦκος
Headword (normalized/stripped):
λευκος
IDX:
52783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52784
Key:

Data

{'content': 'a fish'}