Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
λευκόστολος
λευκόσφυρος
View word page
λευκόρυγχος
white-nosed
ShortDef
white-nosed
Debugging
Headword:
λευκόρυγχος
Headword (normalized):
λευκόρυγχος
Headword (normalized/stripped):
λευκορυγχος
IDX:
52782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52783
Key:
Data
{'content': 'white-nosed'}