Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
λευκόστικτος
View word page
λευκορόδιος
rose-pink

ShortDef

rose-pink

Debugging

Headword:
λευκορόδιος
Headword (normalized):
λευκορόδιος
Headword (normalized/stripped):
λευκοροδιος
IDX:
52780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52781
Key:

Data

{'content': 'rose-pink'}