Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
λευκοστεφής
View word page
λευκόπωλος
with white horses

ShortDef

with white horses

Debugging

Headword:
λευκόπωλος
Headword (normalized):
λευκόπωλος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπωλος
IDX:
52779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52780
Key:

Data

{'content': 'with white horses'}