Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
λευκόσπανος
λευκόστερνος
View word page
λευκόπυρρος
pale-red

ShortDef

pale-red

Debugging

Headword:
λευκόπυρρος
Headword (normalized):
λευκόπυρρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπυρρος
IDX:
52778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52779
Key:

Data

{'content': 'pale-red'}