Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
λευκόσαρκος
View word page
λευκόπτερος
white-winged

ShortDef

white-winged

Debugging

Headword:
λευκόπτερος
Headword (normalized):
λευκόπτερος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπτερος
IDX:
52776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52777
Key:

Data

{'content': 'white-winged'}