Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
λευκός
View word page
λευκόπρωκτος
with white
ShortDef
with white
Debugging
Headword:
λευκόπρωκτος
Headword (normalized):
λευκόπρωκτος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπρωκτος
IDX:
52775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52776
Key:
Data
{'content': 'with white'}