Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
Λεῦκος
View word page
λευκόπους
white-footed, bare-footed

ShortDef

white-footed, bare-footed

Debugging

Headword:
λευκόπους
Headword (normalized):
λευκόπους
Headword (normalized/stripped):
λευκοπους
IDX:
52774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52775
Key:

Data

{'content': 'white-footed, bare-footed'}