Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
λευκόροδον
λευκόρυγχος
λεῦκος
View word page
λευκοποιός
that makes white

ShortDef

that makes white

Debugging

Headword:
λευκοποιός
Headword (normalized):
λευκοποιός
Headword (normalized/stripped):
λευκοποιος
IDX:
52773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52774
Key:

Data

{'content': 'that makes white'}