Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
λευκόπωλος
λευκορόδιος
View word page
λευκοπληθής
full of persons in white

ShortDef

full of persons in white

Debugging

Headword:
λευκοπληθής
Headword (normalized):
λευκοπληθής
Headword (normalized/stripped):
λευκοπληθης
IDX:
52770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52771
Key:

Data

{'content': 'full of persons in white'}