Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
λευκόπυρρος
View word page
λευκόπηχυς
white-armed
ShortDef
white-armed
Debugging
Headword:
λευκόπηχυς
Headword (normalized):
λευκόπηχυς
Headword (normalized/stripped):
λευκοπηχυς
IDX:
52768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52769
Key:
Data
{'content': 'white-armed'}