Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
λευκόπυρος
View word page
λευκόπετρον
a white rock

ShortDef

a white rock

Debugging

Headword:
λευκόπετρον
Headword (normalized):
λευκόπετρον
Headword (normalized/stripped):
λευκοπετρον
IDX:
52767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52768
Key:

Data

{'content': 'a white rock'}