Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
λευκόπτερος
View word page
λευκοπέτηλος
white-leaved
ShortDef
white-leaved
Debugging
Headword:
λευκοπέτηλος
Headword (normalized):
λευκοπέτηλος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπετηλος
IDX:
52766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52767
Key:
Data
{'content': 'white-leaved'}