Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
λευκόπους
λευκόπρωκτος
View word page
λευκόπεπλος
white-robed
ShortDef
white-robed
Debugging
Headword:
λευκόπεπλος
Headword (normalized):
λευκόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπεπλος
IDX:
52765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52766
Key:
Data
{'content': 'white-robed'}