Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
λευκοποιός
View word page
λευκοπάρυφος
with white-edged robe

ShortDef

with white-edged robe

Debugging

Headword:
λευκοπάρυφος
Headword (normalized):
λευκοπάρυφος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπαρυφος
IDX:
52763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52764
Key:

Data

{'content': 'with white-edged robe'}