Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
λευκοποίκιλος
View word page
λευκοπάρειος
fair-cheeked
ShortDef
fair-cheeked
Debugging
Headword:
λευκοπάρειος
Headword (normalized):
λευκοπάρειος
Headword (normalized/stripped):
λευκοπαρειος
IDX:
52762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52763
Key:
Data
{'content': 'fair-cheeked'}