Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λευκόλοφος
λευκομαινίς
λευκόμαλλος
λευκομέλας
λευκομέτωπος
λευκομήλινος
λευκομυόχρους
λευκομφάλιος
λευκόν
λευκόνοτος
λευκοόπωρος
λευκοπάρειος
λευκοπάρυφος
λευκοπέλιος
λευκόπεπλος
λευκοπέτηλος
λευκόπετρον
λευκόπηχυς
λευκόπλευρος
λευκοπληθής
λευκοποδήρης
View word page
λευκοόπωρος
with white fruit
ShortDef
with white fruit
Debugging
Headword:
λευκοόπωρος
Headword (normalized):
λευκοόπωρος
Headword (normalized/stripped):
λευκοοπωρος
Intro Text:
with white fruit
IDX:
52761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52762
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "with white fruit" }